ΓΕΡΩΝ ΠΑΪΣΙΟΣ (1924-1994)
ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ
Γράφει : Ο Δημήτριος Μητρόπουλος Αντ/γος ε.α. Επιτ. Υπαρχηγός. ΕΛ.ΑΣ. Πτυχ. Νομικής και Δημ. Δικαίου και Πολ. Επιστημών Νομικής Σχολής Αθηνών. Συγγραφέας, Μέλος της Ένωσης Μεσσηνίων Συγγραφέων.
Σε όλη την μοναχική του σταδιοδρομία ο Γέροντας Παΐσιος, διακρίνονταν για το ταπεινό του φρόνημα. Νέος ακόμη είχε πολύ καλά καταλάβει ότι, για να μην κρυωπαγήσει πνευματικά, έπρεπε να “περιπτυχθεί σαν ένδυμα την ταπεινοφροσύνη. Και, μάλιστα, όχι έτσι απλά, να την ρίξει επάνω του, αλλά να την “κουμπώσει” καλά, σύμφωνα με την προτροπή του Αποστόλου Πέτρου…” την ταπεινοφροσύνην εγκομβώσασθε. Ότι ο Θεός υπερήφανους αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν..
Σ’εμάς τους αρχάριους στη μοναχική ζωή – που λόγω απειρίας αποπροσανατολιζόμαστε στα πνευματικά – συνεχώς τόνιζε ότι ως σκοπό πρέπει να έχουμε την ταπείνωση του εαυτού μας (την υποταγή του νου μας στη Χάρη). Φυσικό δε αποτέλεσμα θα είναι η ενεργοποίηση της Θείας Χάριτος, που μας δόθηκε με το μυστήριο του χρίσματος, κατά την ώρα του βαπτίσματος και η οποία θα τελεί με όλα τα άλλα.
“Μην προσπαθείτε, μας συμβουλεύε, να αποκτήσετε αγάπη, προσευχή, νηστεία, αγρυπνία και τις άλλες αρετές. Μάταια θα κουράζεστε, διότι δεν θα σας βοηθά ο Θεός, επειδή σας λείπει η ταπείνωση. Βλέπετε πως και η Παναγία μας ομολογεί, αλλά και μας δείχνει ότι ο Θεός “…επέβλεψεν επί την ταπείνωση της δούλης Αυτού”; (Λουκ. Α’ 48).
Όλες οι ενέργειες του Γέροντα πήγαζαν πάντοτε, μέσα απ’ αυτήν την ταπείνωση. Όλο το μεγαλείο του Γέροντα το εστιάζαμε στο ανεπανάληπτο ταπεινό φρόνημά του, που έλεγε μετά απ’ όλα αυτά : “Αισθάνομαι σαν ένα κονσερβοκούτι άχρηστο, πεταμένο μέσα σε ένα σκουπιδοτενεκέ, που όμως – οικονομία Θεού – είναι στραμμένο το καπάκι του προς τον Ήλιο.
Δέχεται έτσι επάνω του τις φωτεινές Του ακτίνες, με αποτέλεσμα να καθρεφτίζει όλος ο Ήλιος πάνω του και να γίνεται κατά χάριν φωτεινό!”
Θαυμάζαμε την ταπεινή του σκέψη, που θεωρούσε τον εαυτό του άχρηστο, πεταμένο κονσερβοκούτι, αλλά και την ολοκάθαρη ομολογία του, για την αιτία που τον έκανε να φαίνεται φωτεινός.
Αυτά τα δύο, η αναγνώριση από τη μια’ της δικής του ασθένειας και από την άλλη, της μόνιμης αγαθοποιού δυνάμεως, του χάριζαν τον τέλειο βαθμό της ταπεινώσεως.
Α Γ Α Π Η
Μέσα απ’ αυτή την ταπείνωση του Γέροντα, πηγάζει η γνήσια και ανυπόκριτος αγάπη του : Προσκολλημένος ο νους του στον Θεό, περιβαλλόταν από την άγνοια της καταστάσεως των ανθρώπων.
‘Ετσι, θεωρούσε τον εαυτό του, ως τον πιο αμαρτωλό άνθρωπο του κόσμου, γι’ αυτό και υπηρετούσε ταπεινά κάθε αδελφό. Γινόταν “πάντων έσχατος και πάντων διάκονος” και γι’ αυτό και υπό του Θεού κατεστάθη “πρώτος”.
Η αγάπη του Αγίου ήταν έκδηλη, χωρίς διακρίσεις, προς όλους ίση και είχε όλα, τα ιδιώματα της γνήσιας αγάπης. “Μακροθυμούσε”, δηλαδή ήταν πάρα πολύ επιεικής στα αμαρτήματα των άλλων, διότι προσπαθούσε πάντα να βλέπει τις μεν αμαρτίες τους, μέσα από φακό σμίκρυνσης, τα δε ελαφρυντικά τους μέσα από μεγεθυντικό φακό, που τα δεκαπλασίαζε.
“Η αγάπη του δεν ζήλευε”. Τι θα μπορούσε να ζηλέψει μια καρδιά που μέσα της είε “ένοικο” τον Κύριο των πα’ντων; Την δόξα; Μα ο Γέροντας αντιδοξαζόταν από τον δημιουργό όλης της κρίσης, με τις ενέργειες του Αγίου Πνεύματος.
Η αγάπη του Γέροντα “ου ζητούσε τα εαυτής”, πάντα κοιτούσε το συμφέρον των άλλων. Και αυτό φάνηκε πολύ καθαρά τα τελευταία χρόνια, με την ασθένεια και την ακατάσχετη αιμορραγία του, υπηρετούσε τους πονεμένους ανθρώπους, μη υπολογίζοντας τις συνέπειες που επέφεραν η εξάντληση και ο “υπέρ άνθρωπον” κόπος του στην υγεία του.
Την ημέρα την είχε αφιερώσει στο πόνο των ανθρώπων και την νύχτα την είχε αφιερώσει στο Θεό.
Η αγάπη του Παΐσιου πάντα λειτουργούσε “σαν σκέπη” για μας τους αμαρτωλούς : Ήθελε τα παιδιά του να μην έχουν ελλείψεις. Όταν όμως είχαν, δεν ήθελε καθόλου να φαίνονται, αυτές στους άλλους.
Η αγάπη του Γέροντα “πάντα πίστευε και ήλπιζε”, ότι κάποτε θα διορθωθούμε. Αν και εμείς με την αχαριστία μας τον διαψεύδαμε. Εκείνος όμως δεν απελπίζεται, διότι ήξερε ότι “τα αδύνατα παρά τοις ανθρώποις” ήταν δυνατά “παρά τω Θεώ” (Λουκ. ΙΗ’, 27).
Καμία φορά, άλλωστε, αναθέτοντας την ελπίδα του ο Γέροντας στον Χριστό μας, δεν καταισχύνθηκε απ’ Αυτόν.
Τι να πει όμως κανείς και για την “υπομονή” της αγάπης του; Σ’ όλους τους ανθρώπους η υπομονή έχει και κάποιο όριο. Του Παΐσιου, αυτό το όριο δεν το έθεσε ο ίδιος. Και ήταν ο σωματικός του θάνατος.
Η αγάπη του Παΐσιου ουδέποτε είδαμε να “επίπτει”. Από που όμως να πέσει. Ο ίδιος είχε τον εαυτό του υποκάτω πάσης της κτίσεως. Δεν μπορούσε από εκεί να πέσει. Αφήσαμε για το τέλος του, ότι η αγάπη του Αγίου “Ου λογιζόταν το κακό”. Από πολύ νωρίς φρόντιζε να εξαγνίζει την διάνοιά του και να την καθαρίσει από κάθε κακό ανθρώπινο λογισμό. Και στη συνέχεια και από τους καλούς. Ο χώρος της διάνοιας του Γέροντα, από πολύ νωρίς είχε ένοικο τον Χριστό. Δεν ανεχόταν να φιλοξενεί τίποτε άλλο μαζί με αυτόν.’Ολη του η προσοχή ήταν αφιερωμένη, στο να μην γίνει αυτός η αιτία – στρέφοντας τον εαυτό του κάπου αλλού – να τον εγκαταλείψει η Χάρη.
‘Ετσι αυτή του η Αγία συναναστροφή δεν του επέτρεπε να βλέπει τον λογισμό ενός ανθρώπου να ‘χει χαλάσει, για κάποιον συνάνθρωπό του και να μην προσπαθεί να τον διορθώσει.
– Γέροντα, οι γονείς μου όλο γκρινιάζουν και πλέον δεν τους υποφέρω μέσα στο σπίτι, Τι να κάνω; – Βρε ευλογημένε, εσύ όταν ήσουν στην κούνια, μέρα και νύχτα γκρίνιαζες. Εκείνοι τότε, σ’ έπαιρναν στην αγκαλιά τους και σ’ έσφιγγαν γεμάτοι στοργή κι αγάπη. Θα σου άρεσε τότε εσένα, να προβληματιζόντουσαν κι εκείνοι – όπως εσύ τώρα – και να σκεφτόντουσαν, μήπως θα έπρεπε να σε στείλουν σε κανένα ίδρυμα, για να ησυχάσουν;
Η δικαιοσύνη του Θεού σου δίνει τώρα την δεινατότητα να ξεχρεώσεις λίγο, από το χρέος προς τους γονείς σου, με την ανάλογη εκ μέρους σου συμπεριφορά, που είχαν και εκείνοι, προς εσένα.
Μια ολόκληρη ζωή ο Γέροντας έδινε εξετάσεις και δεν βρέθηκε ούτε μια φορά να τον δούμε, όχι μόνο να βάλει κακό λογισμό, αλλά και να μην διορθώνει τους δικούς του χαλασμένες λογισμούς.
Αυτή, λοιπόν, την πνευματική αρχοντιά συνειδητοποιήσαμε, αυτόν τον ωκεανό της αγάπης βλέπαμε. Της αγάπης που η ευαισθησία της δεν είχε όρια.’Ηταν τέτοια, που προσπαθούσε ακόμη και από το νου του πεσόντος αδελφού, να αποκρύψει την κατάστασή του, για να μην την δει άνετοιμος και πληγωθεί.
Σημείωση : (Το παρόν βιβλίο, έχει εκδοθεί πριν την Αγιοποίηση, “Του Αγίου Παΐσιου).
Πηγή: – Από το Βιβλίο, με τίτλο “Σκεύος Εκλογής, του Ιερομονάχου – Χριστόδουλου Αγιορείτου
– Έκδοση, Ιερού Ησυχαστηρίου – Παναγία η Φοβερά Προστασία”. 2000.
Με εκτίμηση
Δημήτριος Μητρόπουλος