ΟΜΙΛΙΑ π. ΕΥΣΕΒΙΟΥ ΒΙΤΤΗ ΣΤΗΝ ΜΟΝΗ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΣΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ
Γράφει : Ο Δημήτριος Μητρόπουλος Αντ/γος ε.α.
Επιτ. Υπαρχηγός. ΕΛ.ΑΣ. Πτυχ. Νομικής και Δημ. Δικαίου και Πολ. Επιστημών Νομικής Σχολής Αθηνών.
Συγγραφέας, Μέλος της Ένωσης Μεσσηνίων Συγγραφέων.
Η ομιλία έγινε κατόπιν παρακλήσεως του γέροντος της Ι. Μονής Οσίου Γρηγορίου, μακαριστού δηλαδή π. Γεωργίου Καψάνη.
Πρόκειται ουσιαστικά, για απαντήσεις που έδωσε ο π. Ευσέβιος, στις ερωτήσεις που του έθεσαν, ο Γέροντας της Μονής και κάποιοι από τους Πατέρες, σχετικά με τον καθημερινό πνευματικό τους αγώνα.
Παρότι που ο λόγος του, απευθύνεται σε μοναχούς, βοηθάει ουσιαστικά και μάς τους ”εν τω κόσμω”, να διακρίνουμε τι συμβαίνει βαθειά μέσα μας, εκεί, στον “κρυπτόν της καρδίας άνθρωπον”.
——– ——- —— —–
Η λήθη είναι ένα ψυχολογικό γεγονός, δηλαδή ότι φεύγει από τη μνήμη μας μια παράσταση, κάτι που ξέρουμε.
Αυτό είναι φυσιολογικό και απαραίτητο, διότι δεν μπορεί η μνήμη μας να κρατήσει τα πάντα. Θα επιβαρυνθεί πάρα πολύ.
Ξέρετε, δεν επιβαρύνουμε πολύ την μνήμη του υπολογιστή. Αν την επιβαρύνουμε πολύ δεν δουλεύει καλά ο υπολογιστής, ή μας παρουσιάζει προβλήματα.
Λοιπόν, είναι απαραίτητη η λήθη, διότι πρέπει να φύγουν από αυτήν μερικά πράγματα, που είναι άχρηστα. Έχουμε προσωρινή μνήμη, π.χ. ο αριθμός τάδε 55.682. Εν τάξει, το θυμάμαι τώρα. Ή σε μια εβδομάδα ή σε μία ώρα το ξεχνάω.
Αδύνατο να θυμάμαι όλα τα πράγματα. Έχουμε λοιπόν την ψυχολογική πλευρά της μνήμης, που μια ιδιότητα της, είναι η λήθη.
Έχουμε όμως και την πνευματική πλευρά, που παρουσιάζει τα εξής στοιχεία.
Η λήθη αυτή είναι επί μέρους λήθη, δηλαδή, ένα πράγμα το οποίο, δεν το ξεχνάω και ταυτόχρονα το ξεχνάω. Π.Χ.
Δεν ξεχνάω, ότι αυτό το πράγμα δεν το θέλει ο Θεός ή ότι είναι εντολή του Γέροντος, ή ότι είναι κάτι το οποίο πρέπει να το ξέρω.
Αλλά ξεχνάω κατόπιν, φεύγει από μέσα μου το βάρος της ευθύνης και λέω. “Δεν
πειράζει, θα υποχωρήσω”.
Αυτό το πράγμα παρουσιάζεται λίγο, αντινομικό. Από την μία μεριά το θυμάμαι
και από την άλλη, δεν το θυμάμαι.
Όταν έχω πλήρη τη μνήμη, λέω :
“Πως θα το κάνω αυτό, αφού δεν το θέλει ο Θεός”. Όταν φύγει αυτή η αίσθηση της ευθύνης απέναντι του Θεού, τότε το κάνω.
Και είναι αυτό το οποίο λέω : “Και το ξέρω και δεν το ξέρω και το θυμάμαι και δεν το θυμάμαι.
Το δεύτερο είναι η άγνοια.
Η “άγνοια” είναι η φυσική άγνοια “δεν ξέρω κάτι” π.χ. “Δεν ξέρω που είναι το μοναστήρι του Αγίου Γρηγορίου.”
Μετά κάπου το μαθαίνω. Φεύγει η άγνοια. Υπάρχει όμως και η άγνοια του θελήματος του Θεού.
Εδώ στην άγνοια του θελήματος του Θεού, παρουσιάζεται το εξής περίεργο πράγμα. “Και ξέρω και δεν ξέρω”.
Αρχίζει να ξεθωριάζει μέσα μου αυτό, το οποίο, όταν πρώτη φορά το άκουσα, το δέχτηκα και εντυπώθηκε μέσα στη μνήμη μου.
Κατόπιν όμως το ξεχνάω .Το ξεχνάω εντελώς. Αν παρακολουθεί κανείς τον εαυτό του, θα δη. “Μα, να μη το σκεφτώ αυτό το πράγμα, ότι αυτό είναι αμαρτία μεγάλη. Πως εκείνη την ώρα σκοτίζομαι”;
Έχουμε τρίτο στοιχείο, και αυτό είναι η ραθυμία. Φαίνεται ότι, από την ραθυμία αρχίζει η πτώσις.
Πολύ την χρησιμοποιεί ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος την ραθυμία. Το είχα δει, όταν έψαχνα να βρω, τι λένε οι Άγιοι πατέρες, για την “ραθυμία”.
Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος το χρησιμοποιεί με την έννοια της αδιαφορίας, που είναι η μία πλευρά της ραθυμίας.
Ραθυμία είναι πάλι και η έλλειψη συνεχούς εγρήγορσης και προσπάθειας, να διατηρώ την αρχική μου κατάσταση.
Η φυσική κατάσταση του ανθρώπου, η φυσική τάση του ανθρώπου, είναι να ξεκινά με ορμή κάτι, αλλά σιγά σιγά να υφίσταται μια ύφεση αυτό το πράγμα.
Η πνευματική ζωή ζητάει το αντίθετο.
Αν αρχίσουμε, ας πούμε, με τον αριθμό ένα, πρέπει να πάω ή κατά αριθμητική ή κατά γεωμετρική πρόοδο.
Εάν δεν το προσέξουμε αυτό και δεν καταγγείλουμε τον εαυτό μας γι’ αυτό το πράγμα, σιγά σιγά πιάνει πουρί η ψυχή μας.
Έτσι έχω δει. Λένε ότι, αν τρέχει το νερό, δεν παγώνει. Σε χώρες που κάνει πολύ κρύο, παγώνει το έχω δει.
Αρχίζει γύρω – γύρω από το εσωτερικό του σωλήνα να πιάνει λίγο πάγο, λίγο, λίγο, λίγο, λίγο, και στο τέλος κλείνει, παγώνει όλος ο σωλήνας.
Έτσι γίνεται και εδώ. Ας προσέξουμε αυτό το πουρί, το πουρί που δημιουργήθηκε μέσα μας. “Σαν πολλά τα λέει ο Γέροντας. Σαν βαριά είναι αυτή, η δουλειά που μου λένε να κάνω. Γιατί δεν πάει ο τάδε”;
Αν αρχίσουν τέτοια στοιχεία, πλέον αρχίζει να φθείρεται η εσωτερική ζωή μας και αρχίζει να μπαίνει η αμέλεια και η αδιαφορία.
Όταν αρχίζει να μπαίνει η αμέλεια, τότε ακολουθεί η μαυροφόρα αδελφή της, η
άγνοια. Αρχίζω να αγνοώ το θέλημα του Θεού. Και πως το αγνοώ; Έχω παρατηρήσει το εξής :
(……) Εάν αρχίσω να μην κάνω τον σταυρό μου και το ρίχνω στον ύπνο, σιγά – σιγά – σιγά, μπαίνει αμέλεια και η αδιαφορία και κατόπιν λέω : “Βαρύς εστίν ο λόγος, τις δύναται αυτού ακούειν;”
Έτσι γίνεται το πράγμα. Οπότε λοιπόν, έρχεται η άγνοια, σαν να μην έχω διαβάσει!
Το έχω παρατηρήσει στην αμαρτωλή, την δική μου ζωή. Σαν να μην το έχω ακούσει ποτέ, μολονότι το έχω διαβάσει και το έχω κηρύξει χιλιάδες φορές.
Και αναρωτιέμαι : “Δεν το άκουσα αυτό; Δεν το διάβασα αυτό; Μπαίνει αυτή η άγνοια, πως να την πούμε, η ειδυϊα με “ει”, η γνωρίζουσα άγνοια.
Δεν μπορώ να την χαρακτηρίσω αλλιώς. Λοιπόν, έρχεται αυτή και κατόπιν έρχεται και η λήθη.
Τα ξεχνάμε εντελώς. Ξεχνάμε τις υποσχέσεις που δώσαμε. Επομένως, όταν διακρίνουμε μέσα μας αδιαφορία ή όταν μας γίνεται από τους υπεύθυνους η υπόδειξις.
“Παιδί μου δεν πολύ προσέχεις τον εαυτό σου”, θα πρέπει να ανησυχούμε και να ζητήσουμε ευλογία ξανά πάλι, ώστε να ριχτούμε στον αγώνα αυτό.
Διάβασα ένα κείμενο. Ο Άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης παραθέτει εξομολογητήριο. Λέγει, ότι κάποιος ήθελε να πάει να εξομολογηθή.
Του δόθηκε όμως η ευκαιρία να κάνει και μια αμαρτία. Σκέφτηκε :”Αφού θα εξομολογηθώ, ας κάνω την αμαρτία και μετά πάω να εξομολογηθώ.”
Και πάει εκεί που ήθελε να αμαρτήσει, αλλά ήταν εκεί, ένας αντίζηλος και τον σκότωσε.
Οπότε δεν πρόλαβε να εξομολογηθεί. Από αυτήν την άποψη θα πρέπει να προσέχουμε πάρα πολύ. Τι πρέπει να προσέξουμε :
Την μελέτη του θανάτου. “Θα πεθάνω”.
Αυτό αν το σκέπτομαι, αν το αναλογίζομαι μέσα μου, τι θα πη” χωρίς ελπίδα αιωνιότητα”… Φοβερό πράγμα!
Επομένως, από αυτή την άποψη, η έννοια του ότι θα πεθάνω, η μελέτη του θανάτου είναι “ζωηφόρος” – έτσι δεν το λέω εγώ -, μου δίνει ζωή.
Με την μελέτη αυτή κερδίζω τον χρόνο μου, δεν αφήνω τον εαυτό μου καθόλου,
είμαι διαρκώς εν εγρηγόρσει.
Επίσης πολύ σημαντικός είναι ο λόγος “περί “νήψεως”, στον πρώτο τόμο της φιλοκαλίας. Καταπληκτικός είναι αλλά πρέπει να τον διαβάσει κανείς, λέξη προς λέξη!
Είναι καταπληκτικά! Διάβαζα τον Άγιο Μάρκο τον Ασκητή. – Τον έχω διαβάσει πάρα πολλές φορές. Τον έχω μεταφράσει. Έχει κυκλοφορήσει η “Μικρή Φιλοκαλία”. Νόμιζα, ότι τον διαβάζω για πρώτη φορά. Αλλά τα έβλεπα ένα – ένα …. μου έκανε εντύπωση, πόσο σπουδαία πράγματα είπε ο Άγιος Μάρκος και εγώ δεν τα πρόσεξα! Κάθε φορά βλέπει κάποιος κάτι καινούργιο.
Λοιπόν, συνοψίζω τώρα : αυτοί οι τρεις γίγαντες, η ραθυμία, η λήθη και η άγνοια, τροφοδοτούνται από την έλλειψη πνευματικής τροφής, την οποία πρέπει να δίνω στον εαυτό μου, την έλλειψη μελέτης του λόγου του Θεού και μελέτης του θανάτου, την έλλειψη υπακοής και αναμνήσεων των υποσχέσεων, που δώσαμε στον Κύριο, και την έλλειψη εξομολογήσεως.
Θα πρέπει να προσέξουμε το πρώτο βήμα στην αμαρτία. Αν γινόταν το πρώτο βήμα, όλα τα άλλα βήματα κατόπιν έρχονται το ένα μετά το άλλο, γιατί φαίνονται εύκολα και άνετα.
“Ε, αφού έπεσα μια φορά, ε, δεν πειράζει. και δεύτερη φορά θα πάω να εξομολογηθώ. Και τρίτη φορά, και κατόπιν γίνεται συνέχεια το πράγμα.
Εμείς νομίζω, το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να παρακαλούμε.
Έτσι γράφει εκεί πέρα στο Ναό που είδα προ ολίγου το απόγευμα : “Η έφορος του Αγίου Όρους”. Έτσι δεν το λέτε; Λοιπόν, να παρακαλέσουμε την έφορο :
“Έλα Παναγία και εσύ, ό,τι δεν είναι σύμφωνο με το θέλημά σου σταμάτησέ το.”
Να πιστέψουμε βαθειά στην προσευχή.
Δεν έχουμε αναγάγει την προσευχή, σε πρώτο στοιχείο της ζωής μας, και στις πιο μεγάλες λεπτομέρειες, διότι, εάν πιστεύουμε στον παντοδύναμο Θεό και αν πιστεύουμε στην αξία της προσευχής, νομίζω, εκεί θα πούμε τα παράπονα μας.
Με εκτίμηση
Δημήτριος Μητρόπουλος