(Άρθρο του Αντ/γου ε.α. Χριστολουκά Νικολάου)*
Η βία κατά των γυναικών δεν περιορίζεται μόνο στη γνωστή εκδοχή της ενδοοικογενειακής βίας, σωματικής και ψυχολογικής, αλλά πολλές φορές παίρνει ιδιαίτερες μορφές όπως, η εμπορία στο σεξουαλικό σκλαβοπάζαρο (trafficking), οι εξαναγκαστικοί γάμοι, οι σεξουαλικές παρενοχλήσεις σε κάθε χώρο, ο ακρωτηριασμός των γυναικείων γεννητικών οργάνων, οι βιασμοί, η παρενοχλητική παρακολούθηση (stalking) και τέλος η γυναικοκτονία. Ακόμα ιδιαίτερη περίπτωση είναι οι βάναυσες βιαιοπραγίες κάθε είδους σε αιχμαλωσίες μετά από πόλεμο. Στις μέρες μας γυναίκες και κορίτσια συχνά εκτίθενται σε σοβαρές μορφές βίας που συνιστούν κατάφωρες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η ενδοοικογενειακή βία επηρεάζει τις γυναίκες σε δυσανάλογο βαθμό, παρόλο που και άνδρες μπορούν να αποτελέσουν θύματα τέτοιας μορφής βίας. Όσον αφορά τα παιδιά, αυτά είναι θύματα ενδοοικογενειακής βίας, ακόμη κι όταν είναι μάρτυρες βίας στο οικογενειακό τους περιβάλλον.
Στη χώρα μας η υφέρπουσα «κουλτούρα» της ανοχής σκέπαζε για πολλά χρόνια έμφυλες στερεοτυπικές συμπεριφορές και βίαιες πρακτικές συζυγικής ή μη συμβίωσης. Τα περιστατικά βίας κατά των γυναικών δεν είναι καινοφανή, αλλά αποτελούν ένα διαχρονικό σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα για την αντιμετώπιση του οποίου είναι αναγκαία η συνεργασία όλων. Τον τελευταίο καιρό, η ελληνική κοινωνία, με επιταχυνόμενο γενναίο βηματισμό, ξεκίνησε πορεία εξόδου από τη σιωπή, τον φόβο και την ανασφάλεια. Η απερίφραστη καταδίκη κάθε συμπεριφοράς που προκαλεί σωματική, σεξουαλική, ψυχολογική βλάβη ή πόνο στις γυναίκες άρχισε να ωριμάζει και να δημιουργεί βάσεις ενωμένης αντίδρασης. Θετικό είναι, ότι σήμερα, στόματα που ήταν κλειστά, ακόμη και για χρόνια, βρίσκουν το θάρρος να μιλήσουν και να αποκαλύψουν κακοποιητικές συμπεριφορές.
Η αύξηση των καταγγελιών για περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας καταγράφηκε και στην 2η ετήσια έκθεση για τη βία κατά των γυναικών που παρουσίασε στη Βουλή η υφυπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, αρμόδια για τη Δημογραφική Πολιτική και την Οικογένεια, Μαρία Συρεγγέλα. Όμως και τώρα, ένας πολύ σημαντικός αριθμός περιστατικών δεν καταγγέλλεται. Τα θύματα είναι περισσότερα, κανείς δεν μπορεί να προσεγγίσει τον ακριβή αριθμό τους, ιδιαίτερα της λεκτικής και της ψυχολογικής βίας. Κράτη, αρχές και δομές πρόνοιας, δεν μπορούν να γνωρίζουν και να καταγράψουν, περιστατικά που συμβαίνουν πίσω από κλειστές πόρτες. Σύμφωνα με τη 2η αυτή ετήσια έκθεση του έτους 2020, 4.264 γυναίκες κατήγγειλαν πως υπήρξαν θύματα ενδοοικογενειακής βίας. Το 64,1% των θυμάτων ήταν γυναίκες (3.046 γυναίκες) που βρίσκονταν σε συντροφική σχέση με τους δράστες είτε κατά τη διάρκεια τέλεσης του αδικήματος είτε κατά το παρελθόν. Ειδικότερα, 1.859 θύματα ήταν γυναίκες σύζυγοι των δραστών, 481 γυναίκες τέως σύζυγοι, 459 γυναίκες μόνιμοι σύντροφοι, 238 γυναίκες τέως σύντροφοι και 9 γυναίκες είχαν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης με τον δράστη. Από τα ίδια στοιχεία προκύπτει ότι το 2020 καταγράφηκαν 2.350 περιστατικά γυναικών θυμάτων σωματικής ενδοοικογενειακής βίας, καθώς και 2.494 περιστατικά γυναικών θυμάτων ψυχολογικής ενδοοικογενειακής βίας. Σε όλες τις περιπτώσεις, χαρακτηριστικό τραγωδίας αποτελεί ο φόβος κινδύνου της ζωής του θύματος και η αδυναμία διαφυγής του που το εξαναγκάζει να υπομένει τη βία σε μία σχέση. Στο θύμα της κατηγορίας αυτής η βοήθεια είτε αργεί, είτε δε φθάνει ποτέ, καθώς φοβάται να μιλήσει και από τις αναστολές της απειλής κακού δεν απομονώνεται κοινωνικά ο θύτης.
Ο δρόμος εξασφάλισης στις γυναίκες ενός περιβάλλοντος απαλλαγμένο από τον φόβο της κακοποίησης και των κοινωνικών διακρίσεων είναι ακόμα μακρύς. Εκτιμάται ότι η καταπολέμηση της έμφυλης και ενδοοικογενειακής βίας είναι πλέον αναγκαία δράση ευθύνης των ίδιων των πολιτών, αλλάζοντας ατομικές και οικογενειακές νοοτροπίες και στερεότυπα και δημιουργώντας έναν κόσμο ισότητας, αξιοπρέπειας, δημοκρατίας και ελευθερίας. Η πολιτική βούληση και το νομοθετικό πλαίσιο τείνουν, τώρα, παράλληλα στη σωστή κατεύθυνση, ωστόσο απαιτείται συγκεκριμένη δράση παιδείας, πρόνοιας και πολιτισμού με σκοπό την ενημέρωση στην οικογένεια, στο σχολείο, στο πανεπιστήμιο και σε κάθε άλλη οργανωμένη συλλογικότητα.
Είναι βέβαιο ότι κάθε ανάληψη πρωτοβουλιών στην ενημέρωση και ευαισθητοποίηση των πολιτών για την πρόληψη και αντιμετώπιση της βίας σε βάρος των γυναικών πρέπει να έχει τόσο ψυχοκοινωνική στόχευση, με έμφαση στους κανόνες ομαλής συμβίωσης και ελευθερίας έκφρασης της προσωπικότητας, όσο και διάχυτα μηνύματα έντονης αποδοκιμασίας του θύτη και πλήρους στήριξης και προστασίας του θύματος. Η μηδενική ανοχή, απέναντι στα περιστατικά βίας κατά των γυναικών, η προστασία τους και η δημιουργία ισχυρού πλέγματος πρόληψης είναι οι βασικοί πυλώνες ανάσχεσης της κακοποίησής τους με πράξεις και παρεμβάσεις πολιτείας και πολιτών.
Η πρόληψη της βίας κατά γυναικών αποτελεί έναν δύσκολο και δισεπίλυτο γρίφο. Απαιτεί αλληλένδετο συντονισμό δράσεων στην οικογένεια, στο σχολείο, στο χώρο εργασίας αλλά και στο σύνολο της πολυεπίπεδης κοινωνίας. Μόνες, η καλύτερη διαχείριση καταγγελιών και η θετική και αποτελεσματικότερη προστασία θυμάτων, δεν αρκούν για τη μείωση ή την εξάλειψη. Η βία ξεριζώνεται με επέμβαση στα αίτια που τη δημιουργούν και με εναντίωση στην «κουλτούρα» του ισχυρού και του στερεότυπου της υποδεέστερης θέσης της γυναίκας που την υποβόσκουν και τη στηρίζουν. Η πρόληψη θέλει δυναμική υγιών κοινωνικών συνόλων με συμμετοχή και πειθώ για την περιστολή κάθε επικυριαρχίας και διακρίσεων κατά των γυναικών από τους άνδρες. Οι κακοποιημένες γυναίκες θα είναι πάντα θύματα βίας. Η βία είναι θέμα επιλογής και συμπεριφοράς και μόνο αυτός που την ασκεί έχει την ευθύνη της κακοποίησης.-
(*) Ο Αντ/γος ε.α. Χριστολουκάς Νικόλαος, τέως Πρόεδρος του ΤΕΑΠΑΣΑ, είναι Πρόεδρος του Συνδέσμου Αποστράτων Αστυνομικών Αθηνών.