ΤΑ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΑ

Γράφει : Ο Δημήτριος Μητρόπουλος  Αντ/γος ε.α.

Επιτ. Υπαρχηγός. ΕΛ.ΑΣ. Πτυχ. Νομικής και Δημ. Δικαίου και Πολ. Επιστημών Νομικής Σχολής Αθηνών.

Συγγραφέας, Μέλος της Ένωσης Μεσσηνίων Συγγραφέων.

Τα περιστέρια ή αγριοπερίστερα των βράχων όπως τα ονόμαζε ο Δαρβίνος, είναι πτηνά της οικογένειας των περιστεριδών.

Έχουν προσαρμοστεί στη ζωή στην πόλη πολύ καλά, σε όλον τον κόσμο.

Τα περισσότερα είδη έχουν γκριζοπράσινο χρώμα και άσπρα πλευρά, ενώ το ινδικό έχει γαλαζωπά φτερά.

Η ουρά τους καταλήγει σε μια σκούρα γραμμή και οι φτερούγες, έχουν δύο μαύρες γραμμές.

Οι διαφορές μεταξύ αρσενικών και θηλυκών είναι λίγες.

Τα αρσενικά περιστέρια, όταν είναι πια ενήλικα, αρχίζουν να φουσκώνουν τον λαιμό τους κάνοντας ήχους και ανοίγοντας την ουρά τους ενώ ταυτόχρονα γυρίζουν, γύρω γύρω.

Αυτός είναι ο τρόπος προσέγγισης προς τα θηλυκά.

Τα περιστέρια ζουν σε ανοικτά περιβάλλοντα, όπως για παράδειγμα οι γκρεμοί, που χρησιμοποιούνται για φώλιασμα, από τα άγρια περιστέρια.

Ο συνολικός πληθυσμός των περιστεριών που ζουν στη φύση και στην πόλη, είναι στην Ευρώπη 17 με 27 εκατομμύρια πουλιά.

Η λέξη περιστέρι συμβολίζει την ειρήνη. Μέρος του συμβολισμού αυτού προέρχεται από την Παλαιά Διαθήκη και συγκεκριμένα τον Κατακλυσμό του Νώε. Ο Νώε έστειλε δύο περιστέρια, για να δει αν υπάρχει ξηρά.

Τα περιστέρια επέστρεψαν κρατώντας κλαδί ελιάς, δείχνοντας συμβολικά, ότι ο Θεός σταμάτησε τον πόλεμο προς την ανθρωπότητα.

Επίσης συμβολίζει την αθωότητα και την αγνότητα (εξ ου και η φράση “ως αθώα περιστερά”).

Στην Χριστιανική θρησκεία, αποτελεί σύμβολο του Αγίου Πνεύματος (προερχόμενο από την περιγραφή της βάπτισης του Ιησού).

Το αρσενικό περιστέρι ονομάζεται γούτος, το θηλυκό περιστέρι και τα νεογέννητα πιτσούνια.

Στην Ελλάδα, πολλά περιστέρια βρίσκουν καταφύγιο στις πλατείες Εκκλησιών και γενικότερα σε δημόσιους χώρους, όπως για παράδειγμα στην πλατεία Συντάγματος.

Το τάισμα των περιστεριών και η φωτογράφηση με αυτά, έχει γίνει συνήθεια και “ατραξιόν” για τους τουρίστες, που επισκέπτονται το χώρο.

Σύμφωνα με τον Κάρολο Δαρβίνο, που μελέτησε περιστέρια από διάφορες περιοχές του κόσμου, όπως Περσία και Ινδία, όλες οι κατοικίδιες ράτσες περιστεριών κατάγονται, από το αγριοπερίστερο των βράχων ή Columba Livia, με τα γεωγραφικά του υποείδη.

Υπάρχουν πάνω από 300 είδη περιστεριών. Το μεγαλύτερο είδος, Crowned Pigeon, στη Νέα Γουινέα έχει περίπου μέγεθος γαλοπούλας και βάρος 2-4 Kg.

Το απότομο κούνημα της κεφαλής τους, αντισταθμίζει τις κινήσεις του σώματος επιτρέποντας έτσι καθαρή, σταθερή όραση.

Ακουμπώντας πίσω από το τζάμι της κλειστής μπαλκονόπορτας, απολαμβάνω τις ακτίνες του ήλιου, που δειλά – δειλά ξεπρόβαλε από την ανατολή, για να αναζωογονήσει τη νεκρή φύση, αλλά και να θερμάνει τις παγωμένες ψυχές μας.

Συγχρόνως όμως απολαμβάνω μια ξεχωριστή ζωγραφιά, που διαγράφεται, καθημερινά στον έξω κόσμο.

Είναι ένα σμήνος περιστεριών που φτερουγίζοντας χαρούμενα διασχίζουν τον αιθέρα σε αμέτρητους σχηματισμούς.

Εξαφανίζονται για δευτερόλεπτα και πάλι επανέρχονται, μέχρις ότου κατέβουν στην απέναντι πλατεία, όπου μέσω ενός γεροντάκου, τους προμηθεύεται τροφή, γράφει η κ. Ανθούλα – Ισμήνη Ναούμη, στο κείμενο της, με τίτλο “ΤΑ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΑ”, στο περιοδικό “Αγία Λυδία”.

Τα περιστέρια φτιάχνουν φωλιές χρησιμοποιώντας ξερά κλαδάκια στην φύση σε βράχους, ενώ σε αστικό περιβάλλον σε εσοχές κτιρίων.

Εκεί αποθέτουν τα αυγά τους, τα οποία φροντίζουν και οι δύο γονείς. Όχι μόνον τα επωάζουν εναλλάξ, αλλά και τα δύο φύλα εκκρίνουν από τον οισοφάγο τους ένα ειδικό υγρό, ώστε να τα ταΐζουν επίσης εναλλάξ.

Συγκεκριμένα, τόσο το αρσενικό, όσο και το θηλυκό διαθέτουν οισοφάγο με πολύ ευρύ πρόβολο, τα τοιχώματα του οποίου διογκώνονται κατά την επώαση, οπότε και αναπτύσσονται οι αδένες της περιοχής.

Ο νεοσσός εγκαταλείπει τη φωλιά του, τέσσερις έως έξι εβδομάδες, μετά τη γέννησή του.

Τα περισσότερα είδη μπορούν να ζήσουν, από 12 έως 15 χρόνια, τα οποία περνούν κατά κανόνα ζευγαρωμένα με ένα ταίρι.

Γεννούν από 5 έως 7 φορές το χρόνο, ένα ή δύο αυγά.

Με εκτίμηση

Δημήτριος Μητρόπουλος