ΣΤΗΝ ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ
Γράφει : Ο Δημήτριος Μητρόπουλος Αντ/γος ε.α. Επιτ. Υπαρχηγός. ΕΛ.ΑΣ. Πτυχ. Νομικής και Δημ. Δικαίου και Πολ. Επιστημών Νομικής Σχολής Αθηνών. Συγγραφέας, Μέλος της Ένωσης Μεσσηνίων Συγγραφέων.
Μέσα στην καρδιά του τελευταίου μήνα του καλοκαιριού, στις 15 Αυγούστου, γιορτάζει η Εκκλησία μας, την πιο πάνδημη Θεομητορική εορτή, αυτή της κοιμήσεως της Θεοτόκου.
Διότι ακριβώς η Θεοτόκος είναι το πιο συγγενές, το πιο οικείο πρόσωπο σε μας τους ανθρώπους, ανάμεσα σ’ όλα τα ουράνια θεία πρόσωπα.
Παρόλα αυτά όμως, το να μιλήσει κανείς για την Υπερευλογημένη μητέρα του Θεού, είναι όχι μόνον δύσκολο εγχείρημα, αλλά και τολμηρό.
Γιατί η Παναγία μας στάθηκε μια’ μοναδική και ανεπανάληπτη παρουσία μέσα στη ζωή και την ιστορία της Εκκλησίας. Γι’ αυτήν προφήτευσαν οι Προφήτες και όλη η Παλαιά Διαθήκη, αυτήν προεικονίζει και προτυπώνει στα κείμενά της.
Όλος ο βίος της και η θανή της είναι πλήρη “υπέρ έννοιαν θαυμάτων”. Διότι η ταπεινή κόρη της Ναζαρέτ δεν είναι απλώς μια Αγία, αλλά Παναγία, διαλεχτή του Θεού, η όντως Θεοτόκος, η πύλη της σωτηρίας, ο ασάλευτος πύργος της Εκκλησίας και αναμφίβολα καύχημα των πιστών.
Πως, λοιπόν, να υμνήσει κανείς την Παναγία μας, εκείνη που είναι “των ουρανών Υψηλότερα και των χερουβίμ ενδοξοτέρα και πάσης κτίσεως τιμιωτέρα”. Μπροστά σ’ αυτή την δυσκολία της επαξίας υμνήσεως της Μητέρας του Θεού, ο υμνωδός ζητάει την βοήθεια του Υιού της : “Τείχος μου τας φρένας, Σωτήρ μου. το γαρ τείχος του κόσμου ανυμνήσαι τολμώ, την άχραντον μητέρα σου… Συ ουνμοι δώρησαι γλώτταν, προφοράς και λογισμός ακαταίσχυντον…” (οίκος της εορτής).
Αυτόν τον ενδοιασμό διατυπώνει ο ιερός Ιωάννης ο Δαμασκηνός στον Α’ εγκωμιαστικό λόγο του, στην Κοίμηση της Θεοτόκου.
Σημειώνει μάλιστα, πως δεν υπάρχει γλώσσα ανθρώπου, μήτε υπερκόσμιος αγγελικός νους, που να μπορεί να υμνήσει κατ’ αξίαν εκείνην, μέσω της οποίας μας δόθηκε η δυνατότητα, την “δόξαν Κυρίου τηλαυγώς κατοπτρίζεσθαι”, η δυνατότητα δηλαδή να βλέπουμε καθαρά την δόξα του Κυρίου μας.
Εκστατικός στέκει ο άγιος Ιωάννης μπροστά στο μεγαλείο της Θεοτόκου, “το υψηλόν και σεβάσμιον”, και μακάριζε όσους έχουν ανοιχτά τα πνευματικά αισθητήρια και μπορούν να βλέπουν το φως, που καταυγάζει την κοίμηση της Θεοτόκου, την σύναξη των αποστόλων, τις αγγελικές φρουρές και πως ο υιός της, αποδέχεται την ιερή της ψυχή.
Ο ιερός συγγραφέας αρχίζει τον κυρίως λόγο του, με μια χρονική αναδρομή στις ρίζες της Παναγίας μας, στους γονείς της τον Ιωακείμ και την Άννα. Εγκωμιάζει τον πατέρα της, γιατί εξουσίαζε τις αδυναμίες της ανθρώπινης φύσεως. Εγκωμιάζει και την ‘Άννα για τον ίδιο λόγο, ως “ομότροπον” του εναρέτου συζύγου της.
Αυτή της η άσκηση στην αρετή, με τον κόπο που προϋποθέτει, είχε ως αμοιβή και καρπό την εξ επαγγελίας γέννηση τέκνου, της Μαριάμ, που έλυσε τον ονειδισμό της μέχρι τότε ατεκνίας τους.
Και όπως σημειώνει ο ιερός Δαμασκηνός, “πόνος μεν γαρ προπορεύεται αρετών, έπεται δε μακαριότης αιώνιος”. Ο κόπος προηγείται των αρετών, ακολουθεί δε η μακαρίτης της αιωνιότητας.
Την μικρή Μαριάμ την αφιέρωσαν οι γονείς της στο ναό του Θεού, για να ζήσει μακριά από ανθρώπους δίχως αρετή. Κι όταν ολοκληρώθηκε ο χρόνος παραμονής της στον ναό, οι ιερείς την παρέδωσαν στον Ιωσήφ ως φύλακα της παρθενίας της.
Όταν έφθασε το πλήρωμα του χρόνου, ο Θεός την διάλεξε να γίνει μητέρα του Υιού του. Γιατί η καθαρότητα της ψυχής και του σώματος, την έκαμε απολύτως ευάρεστη στον κύριο.
Όσα θαυμαστά άκουσε, όπως ήταν φυσικό, της προκάλεσαν ταραχή. Της φάνηκε ο λόγος απραγματοποίητος, αφού δεν είχε σύζυγο, γιατί ένας τέτοιος λόγος αναιρούσε τους φυσικούς νόμους που έθεσε ο Θεός.
Την συνείχε ο φόβος μη παραβεί το θέλημα του Κυρίου της, όπως η πρώτη γυναίκα στον παράδεισο. Μα θα απαντήσει με σύνεση αυτή η μικρή κόρη, που είναι “της αληθούς σοφίας ο θησαυρός”, διορθώνοντας έτσι την αστοχία της προμήτορος Εύας.
Δηλώνει υποταγή στο θέλημα του Θεού, για να υπηρετήσει “το πάντων καινών καινότερον μυστήριον”, το μυστήριο της θείας οικονομίας, για την πανανθρώπινη σωτηρία.
Μπροστά σ’ αυτήν την μεγαλειώδη στάση της μικρής Μαριάμ, ο ιερός συγγραφέας ξεσπά σ’ ένα δοξολογικό παραλήρημα, καθώς αναφέρει όλες τις περιπτώσεις της μέσα στην Παλαιά Διαθήκη, όπως τις γνωρίζουμε και εμείς από τον Ακάθιστο ύμνο.
Αυτήν, λοιπόν, που εκήρυξαν οι Προφήτες και διακονούν οι άγγελοι, την προπέμπουν στον ουρανό, ωσάν τιμητική φρουρά, οι Απόστολοι και οι αμέτρητοι θεοφόροι πατέρες, ψάλλοντας Ιερούς ύμνους, γεμάτους, από ‘Άγιο Πνεύμα.
“Η πηγή της ζωής προς την ζωήν, δια μέσου θανάτου άγεται”. Αναρωτιέται ο ιερός εγκωμιαστής, πως αυτή που κατά την γέννηση του Υιού της, υπερέβη τους όρους της φύσεως, τώρα υποκύπτει στην φυσική τάξη και υποτάσσεται στον θάνατο! Αλλά έτσι το θνητό θα ντυθεί αφθαρσία, αφού ο θάνατος του Κυρίου έκαμε την νέκρωση, πηγή της Αναστάσεως.
Όμως, ενώ το σώμα της ετάφη, δεν εφθάρη, όπως δεν εφθάρη και η παρθενία της κατά τον τόκο, και άφθαρτο ανεβαίνει σε μια θεϊκότερη ζωή που διατηρείται αιώνια.
Γι’ αυτό συνεχίζει, αν και έφυγε η Παναγία μας από τον ορίζοντα των σωματικών μας οφθαλμών, έγινε για μας τους γηγενείς, πλούσιο ανάβρυσμα ευλογιών και αρδεύει τη ζωή μας με ανεξάντλητους ποταμούς αθάνατης ζωής και μακαριότητος, πλημμυρίδα χάριτος και ναμάτων ιαματικών.
Την μετάσταση της Θεοτόκου την χαρακτηρίζει ως εισαγωγή “εις το ταμείον”, στο θάλαμο του βασιλέως Χριστού.
Γι’ αυτό, λέει, τον θάνατό της θα τον ονομάσει μετάσταση και ενδημία στους κόλπους του Θεού. Διότι αποδημώντας από το σώμα, πηγαίνει στη χώρα του Κυρίου.
Και η Θεοτόκος από τον ουρανό ευλογεί τον κόσμο, αγιάζει όλη την πλάση. Είναι η ανάσα των κουρασμένων, η παρηγοριά των πονεμένων η θεραπεία των αρρώστων, το λιμάνι των θαλασσοδαρμένων, η συγχώρεση των αμαρτωλών, η καλοσυνάτη παρηγορήτρια των λυπημένων, η πρόθυμη βοήθεια όσων την πιστεύουν.
Για να καταλήξει, επιλογικά ο ιερός συγγραφέας, σ’ ένα δοξολογικό διθύραμβο.
Από σένα και μεις κρατιόμαστε,” ώ δέσποινα, δέσποινα, και πάλιν ερώ δέσποινα”. Θεοτόκε ανύμφευτε, με αγκιστρωμένες τις ψυχές μας στην ελπίδα, που εσύ μας παρέχεις, σαν στην πιο γερή και ακλόνητη άγκυρα.
Σου παραδίνουμε τον νου, την ψυχή, το σώμα, όλον μας τον εαυτό και σε δοξολογούμε, όσο μας είναι μπορετο”, αφού είμαστε ανήμποροι για όσο σου αξίζει. Γιατί πως να παραλείψουμε να τιμήσουμε εσένα, που γέννησες τον Κύριο.
Για όσους ευλαβικά σε τιμούν, φτάνει το δώρο της μνήμη σου, γιατί φέρει βαθιά και αναφαίρετη χαρά.
Και κλείνει τον εγκωμιαστικό του λόγο, με την έκφραση του πόθου, να ’χει πάνω μας τα μάτια της η δέσποινα του ουρανού και της γης, για να μας καθοδηγεί στη νίκη επί των παθών μας, οδηγώντας μας, στο γαλήνιο λιμάνι του θελήματος του Τριαδικού Θεού, ώστε να αξιωθούμε της μετοχής της μελλοντικής καθαρότητας.
Πηγή : Ορθόδοξο Χριστιανικό Περιοδικό
” ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ”
Με εκτίμηση
Δημήτρης Μητρόπουλος