ΠΑΣΧΑΛΙΝΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ – ΠΑΣΧΑ ΣΤΑ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΑ
Γράφει : Ο Δημήτριος Μητρόπουλος Αντ/γος ε.α.
Επιτ. Υπαρχηγός. ΕΛ.ΑΣ. Πτυχ. Νομικής και Δημ. Δικαίου και Πολ. Επιστημών
Νομικής Σχολής Αθηνών.
Συγγραφέας, Μέλος της Ένωσης Μεσσηνίων Συγγραφέων.
Ο ήλιος έλουζε με τις ακτίνες του τη μικρή ομάδα των ανθρώπων που είχαν ξεμείνει στο ταρατσάκι δίπλα στον Άγιο Κωνσταντίνο.
Μαζί με τα κεφαλάκια τους έκαιγε και την καρδιά τους.
Είχαν προσπαθήσει απεγνωσμένα να μπουν στο Ναό της Αναστάσεως, να δουν το θαύμα της αφής του Αγίου φωτός και κάποιοι, οι πιο αναμάρτητοι ίσως, να ανάψουν τις λαμπάδες τους απευθείας από Αυτό.
Η ώρα όμως πέρασε, ο ναός γέμισε ασφυκτικά και οι ελπίδες τους έσβησαν.
Μόνο στις γιγαντοοθόνες θα το έβλεπαν πια.
Κάθισε κατάχαμα κι άρχισε να αναπολεί τις περασμένες μέρες, τη Μεγάλη Βδομάδα στους Αγίους Τόπους. Στο αεροδρόμιο τον περίμεναν η αγωνία, οι δεύτερες σκέψεις “που πάω μόνος μου τέτοιες μέρες. Τι θέλω σε ξένη χώρα;”
Οι φίλοι που τον πήγαν στο αεροδρόμιο τον καθησύχασαν.” όλα καλά θα πάνε” του έλεγαν. “Θα περάσεις καλά”. Κι έτσι μπήκε στο αεροπλάνο που τον οδήγησε στην Αγία Γη.
Πρώτος σταθμός η προσκύνηση του Αγίου Γεωργίου, γύρω στη μία τη νύχτα. Μετά ήρθε η στιγμή της άφιξης στο μοναστήρι που θα έμεναν. Άλλη κρίση πανικού. Το δωμάτιο δεν του άρεσε κι επιπλέον θα το μοιραζόταν με δύο αγνώστους.
Ζήτησε απεγνωσμένα και παράλογα να φύγει. Τον έβαλαν τελικά σε ένα δωμάτιο όπου κοιμόταν κι ένας εργάτης της Μονής.
Από εκεί τα βράδια αγνάντευε μακριά την έρημο.
* * * * * *
Ζέστη αρκετή στη μονή, αλλά ευτυχώς από την επομένη μέρα ξεκίνησε περιήγηση στους Άγιους Τόπους, σε μέρη με περισσότερη δροσιά.
Πρώτα η Μονή Μάρθας και Μαρίας στη Βηθανία, το απόγευμα η ευλογία των Βαΐων από τον Πατριάρχη.
Κάθε μέρα σε διαφορετικά προσκυνήματα εντός κι εκτός Ιεροσολύμων. Φαγητό συνήθως παραδοσιακά σάντουιτς με φαλάφελ και στη μονή, μετά το δείπνο οι ακολουθίες της Μ. Εβδομάδας. Στο τέλος της ημέρας λίγος χυμός βυσσινάδας για καληνύχτα.
Μόνο μια μέρα παρουσιάστηκε πρόβλημα.
Καθ’ οδόν προς την Σαμάρεια, για προσκύνημα στο Μοναστήρι του Φρέατος του Ιακώβ, γίνονταν φασαρίες στον δρόμο μεταξύ Εβραίων και Παλαιστινίων.
Στάθηκε τυχερός. Το δικό του πούλμαν ευτυχώς πέρασε. Το δεύτερο με εντολή του ηγουμένου του μοναστηριού γύρισε πίσω.
Στο φρέαρ ο μοναχός και η μοναχή που έμεναν εκεί τους φίλεψαν μούσμουλα. Ξαφνικά, πυροβολισμοί ακούστηκαν απέξω.
Κάποιοι τρόμαξαν. Αυτός ψύχραιμος προσπάθησε να τους καθησυχάσει.
Τελικά όλα καλά πήγαν και ξεκίνησαν για πίσω.
Κορυφαίο γεγονός το βούτηγμα στον Ιορδάνη ποταμό με τον ειδικό χιτώνα. Ήταν σαν να αισθάνθηκε τη βάφτισή του, που δεν την κατάλαβε όταν ήταν βρέφος.
Την επόμενη μέρα, Μ. Παρασκευή μετά το προσκύνημα στη Βηθλεέμ, κάποιοι που ήθελαν να μπουν οπωσδήποτε μέσα στο Ναό της Αναστάσεως για την τελετή της
Αφής αναχώρησαν για διανυκτέρευση σε κελάκια, προκειμένου να μπουν πρώτοι μέσα στο Ναό.
Προτίμησε να παραμείνει εκεί και να ακολουθήσει την περιφορά του Επιταφίου στην έκταση της μονής. Νόμιζε ότι βρισκόταν σε χωριό, τόσο όμορφα ήταν. Ο ουρανός άστραφτε από τα πυροτεχνήματα, που έδιναν μες την έρημο το μήνυμα της Χριστιανικής γιορτής και της ρωμιοσύνης.
* * * * *
Κι έτσι φτάσαμε στο πρωινό του Μεγάλου Σαββάτου. Πρωί πρωί, σχεδόν αξημέρωτα το γκρουπ αναχώρησε για τα Ιεροσόλυμα.
Πλήθος κόσμου είχε ήδη μαζευτεί εκεί. Άρχισαν να τρέχουν προς το ναό της Αναστάσεως. Κάπου μπερδεύτηκε, κάπου χάθηκε.
Στριμώχτηκε σε κάποιο κιγκλίδωμα και περίμενε μαζί με άλλους. Διαμαρτυρήθηκε στους Εβραίους αστυνομικούς. Η απάντηση ήταν δύο μπουνιές στην πλάτη. Δεν τον ένιαξε. Αυτό που ήθελε ήταν να μπει στο ναό της Αναστάσεως. Να δει το θαύμα. Αυτά αναπολούσε στο ταρατσάκι του ναού απογοητευμένος, κουρασμένος, με τον καυτό ήλιο πάνω στο κεφάλι του.
Η ώρα έφτασε. Το θαύμα έγινε. Ο Πατριάρχης βγήκε από τον Πανάγιο Τάφο με αναμμένα τα κεριά του. Ο θόλος του Ναού άστραψε από τις λάμψεις του Αγίου Φωτός και οι καντήλες δίπλα στον Πανάγιο Τάφο, άναψαν από μόνες τους.
Ο Χριστός ξαναχάρισε το θαύμα στους πιστούς του. Λίγα πράγματα κατάλαβε από την γιγαντοοθόνη, που ήταν στημένη εκεί.
Περίμενε να αφήσουν τον κόσμο να περάσει, για να φύγει από εκεί. Χάθηκε στα δρομάκια της Ιερουσαλήμ.
Όποιον συναντούσε από το γκρουπ τον ρωτούσε με λαχτάρα να μάθει τι είδε, τι αισθάνθηκε. Δύσκολο να το περιγράψουν. Διέκρινε όμως τη λάμψη, στα μάτια τους.
* * * * *
Έφτασε η ευλογημένη ώρα της Αναστάσεως. Όλοι με τα καλά τους συμμετείχαν στη Θ. Λειτουργία της Αναστάσεως, στην αυλή της εκκλησίας. Αξιώθηκαν να τα ζήσουν και φέτος, και μάλιστα στα Άγια χώματα.
Ανήμερα του Πάσχα, όλο το μοναστήρι, ήταν ένα χωριό.
Όλος ο κόσμος ήταν συγκεντρωμένος στις δύο καντίνες και συζητούσαν χαρούμενα.
Παιδιά με στολές έκαναν παρελάσεις με συνοδεία μουσικής. Όλοι περίμεναν το βράδυ.
Τότε στήθηκε και το πασχαλινό γλέντι. Διασκέδασαν με τη ψυχή τους, ακούγοντας παραδοσιακή μουσική χορεύοντας, χαζεύοντας τα πυροτεχνήματα στον ουρανό.
Ελληνικό Πάσχα μέσα στην παλαιστινιακή έρημο.
Την επόμενη μέρα πήγαν να προσκυνήσουν για τελευταία φορά τον Πανάγιο Τάφο και τα Ιεροσόλυμα. Το βράδυ θα αναχωρούσαν. Περπάτησε τα Ιεροσόλυμα που τόσο του άρεσε, επισκέφτηκε μια θεία του μοναχή που έμενε εκεί και στον Πανάγιο Τάφο. Παρακάλεσε το Χριστό να τον αξιώσει να ξαναπάει, και να δει μέσα εκείνη τη φορά το Άγιο Φως. Εφτά χρόνια πέρασαν κι ακόμα.
Πηγή : Συγγραφέας – Θωμάς Παναγέας, Εφημ. Δημοκρατία.
Με εκτίμηση
Δημήτριος Μητρόπουλος