ΜΟΥΣΕΙΟ ΖΥΓΟΜΑΛΑ ΤΟ ΣΤΟΛΙΔΙ ΤΟΥ ΑΥΛΩΝΑ – ΑΤΤΙΚΗΣ
Γράφει : Ο Δημήτριος Μητρόπουλος Αντ/γος ε.α.
Επιτ. Υπαρχηγός. ΕΛ.ΑΣ. Πτυχ. Νομικής και Δημ. Δικαίου και Πολ. Επιστημών Νομικής Σχολής Αθηνών.
Συγγραφέας, Μέλος της Ένωσης Μεσσηνίων Συγγραφέων.
Από όπου περνούσε τούτη η αρχόντισσα έκανε τους γύρω της, να στέκονται με σεβασμό και εκτίμηση.
Ήταν η Λουκία Ζυγομαλά, Σύζυγος του διακεκριμένο πολιτικού, Αντωνίου Ζυγομαλά και κόρη ενός Λαμπρού νομικού, του Αριστείδη Μπαλάνου.
Όσο γλυκείς κι αν ήταν οι τρόποι της, όσο ευγενής η συμπεριφορά της, εύκολα μπορούσε κανείς να διακρίνει πάνω της μια σκιά μελαγχολίας.
Και πως να διώξει τούτη η αρχόντισσα αυτή τη βαριά σκιά, όταν ήρθε και θρονιάστηκε στην καρδιά της, σαν έχασε τον μοναχογιό της Ανδρέα, στα εικοσιτέσσερα του χρόνια.
Ο Ανδρέας της μόλις είχε τελειώσει τις σπουδές της Νομικής και τη θητεία του
στο στρατό, όταν κηρύχθηκε ο Α’ Βαλκανικός πόλεμος.
Μα στο κάλεσμα της Πατρίδας ο νεαρός αριστοκράτης, έδωσε το “παρών”. Με την πρώτη αποστολή έφυγε για την Λάρισα. Στην τσέπη του είχε, της μητέρας του τη φωτογραφία με την ευχή, που έγραψε ο πατέρας του στο πίσω μέρος της, σαν έφευγε για το μέτωπο :
“Πατρός τε και μητρός τε και των άλλων προγόνων απάντων σεμνότερον και αγιώτερον… εστίν η πατρίς”.
Πολέμησε στην Ελασσόνα, στο Σαραντάπορο, στα Γιαννιτσά. Μπήκε νικητής στη Θεσσαλονίκη.
Ύστερα βρέθηκε ανάμεσα σ’ εκείνους που πολιορκούσαν το φοβερό Μπιζάνι.
Το “απόρθητο” φρούριο έπεσε το Φεβρουάριο του 1913 και εκείνος λίγες μέρες μετά, γράφει με περηφάνια στους γονείς του :
“Τέλος πάντων δύναμαι να σας γράψω από τα Ιωάννινα. Ήλθον, είδον, απέρχομαι. Επήρα τα χαλινά του Φουά πασά, μιαν σέλλαν, το σήμα του τουρκικού επιτελείου, τα έγγραφά τους, ένα μάουζερ κλπ.
Τώρα ανήκω το επιτελείο της Viii Μεραρχίας, η οποία βαδίζει προς Αργυρόκαστρο, […..] Σας φιλώ πολύ πολύ…
Ανδρέας.”
Στο Β’ Βαλκανικό πόλεμο θα δώσει πάλι “το παρών “. Θα στηθεί να πολεμήσει τον Βούλγαρο σε Κιλκίς, Λαχανά, Μπέλες, Κρέσνα, Τζουμαγιά…
Πάντα αγωνιζόταν για την πατρίδα και τώρα, πως να δεχθεί τούτη την αδικία :
Η Βόρειος Ήπειρος, που ο Ελληνικός Στρατός τους είχε ελευθερώσει, κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων, θα δινόταν στους Αλβανούς, για να δημιουργήσουν ένα κράτος από το τίποτα, επειδή αυτό εξυπηρετούσε τα συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων.
Κι ο νικητής ελληνικός στρατός υποχρεωνόταν να αποχωρήσει από τα εδάφη που επότισε με το αίμα του.
Οι Βορειοηπειρώτες αντέδρασαν έντονα και με πρόεδρό τους τον Γεώργιο Χρηστάκη – Ζωγράφο, ύψωσαν τον Φεβρουάριο του 1914 τη σημαία της Αυτονομίας και ρίχτηκαν σε ένα τιτάνιο αγώνα.
Τον Απρίλιο του1914 από το Αργυρόκαστρο, ο Ανδρέας γράφει στους γονείς του: “Αγαπητοί μου γονείς, είμαι λαμπρά. Εγκατέλειψα τον Στρατό προχθές το βράδυ και ανήκω στην αυτόνομον Ήπειρον”.
Σ’ εκείνον τον αγώνα έμελλε να τον βρει η σφαίρα. Ο Ανδρέας Ζυγομαλάς, Λοχαγός του 3ου Λόχου του Συντάγματος Δελβίνου άφησε στα βορειανατολικά βουνά, την τελευταία του πνοή.
Και η πονεμένη μάνα του, πως ν’ αντέξει αυτή τη συμφορά; Σαν έχασε τον μοναχογιό της, έβαλε στόχο της να κάνει κάτι μεγάλο και ωφέλιμο για την πατρίδα.
Να φυλάξει τις παραδόσεις της, τον πολιτισμό της. Άρχισε λοιπόν να συλλέγει αυθεντικές παραδοσιακές φορεσιές και παλαιά αριστουργήματα κεντρικής τέχνης.
Να αντιγράφει τα μοτίβα τους, να συνθέτει νέα, βασισμένα πάνω στα Παλαιά πρότυπα, και να παραγγέλνει, με βάση αυτά, σε χωρικές, κυρίως στα λεγόμενα “Αρβανιτοχώρια, Σάλεσι, Κορωπί, Μαρκόπουλο, Κερατέα, Μενίδι… λαϊκά παραδοσιακά κεντήματα.
Στην Αθήνα στην οδό Βουλής 7, άνοιξε το 1915 ένα εκθετήριο με την επωνυμία “Αττική – Ελληνικά Χωρικά Κεντήματα”, στο οποίο οι χωρικές έφερναν τα προς πώληση έργα τους, εξασφαλίζοντας έτσι και ένα επιπλέον εισόδημα, για την οικογένειά τους.
Από το 1923 άρχισαν να λειτουργούν με δικές της δαπάνες σχολές κεντητικής, σε διάφορα χωριά της Αττικής, με έδρα το Μενίδι.
Στο Μενίδι λειτουργούσε και σχολή ταπητουργίας, ενώ στο Κορωπί και στην Κερατέα ίδρυσε και σχολές δαντέλας.
Στο Μενίδι υπήρχε και τμήμα μικρών μαθητριών, όπου φοιτούσαν κορίτσια του Δημοτικού Σχολείου. Δασκάλα της κάθε σχολής, ήταν η καλύτερη κεντήστρα του χωριού.
Στη τρίτη διεθνή έκθεση, στο Παρίσι, το 1925, απέσπασε δύο βραβεία, ένα για την ίδια και ένα για τις σχολές της.
Το 1936 οι σχολές κλείνουν, καθώς η αρχόντισσα δεν μπορούσε να αντέξει άλλο τα έξοδά τους.
Ό,τι απέμεινε από το πολιτικό εκείνο υλικό, το μάζεψε σε ένα χώρο του σπιτιού της στον Αυλώνα, που τον είχε διαμορφώσει σε Μουσείο.
Μετά τον θάνατο της το 1947, κληροδότησε το σπίτι της αυτό στο Δημοτικό Σχολείο Αυλώνα – Αττικής, για να λειτουργήσει σαν Μουσείο.
Στον Αυλώνα- Αττικής, έκτισε με δικές της δαπάνες και τον Καθεδρικό Ναό των Αγίων Αντωνίου και Ανδρέα, στη μνήμη του συζύγου και του γιου της.
Καθένας που επισκέπτεται σήμερα το Μουσείο Ζυγομαλά στον Αυλώνα Αττικής, στέκει μπροστά, σε μια πλουσιότατη συλλογή.
Έχει την ευκαιρία να θαυμάσει τα έργα της λαϊκής μας τέχνης, του λαϊκού μας πολιτισμού.
Να έρθει σε επαφή με τις ρίζες του, το παρελθόν του. Κι’ όλα αυτά, γιατί βρέθηκε μια γυναίκα που έκανε τον πόνο της προσφορά.
Μια γυναίκα με αίσθηση της αξίας του Πολιτισμού.
Πηγή :
Ο Αυτονομιακός Αγώνας Β. Ηπείρου 1914, από τη σκοπιά των αγωνιστών, Αθήνα 2004 – “Περιοδικό” Η δράση μας.
Με εκτίμηση
Δημήτριος Μητρόπουλος