Λ. ΤΟΛΣΤΟΙ – ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΕΡΗΜΙΤΕΣ (1886)

Γράφει : Ο Δημήτριος Μητρόπουλος  Αντ/γος ε.α. Επιτ. Υπαρχηγός. ΕΛ.ΑΣ. Πτυχ. Νομικής και Δημ. Δικαίου και Πολ. Επιστημών Νομικής Σχολής  Αθηνών.  Συγγραφέας, Μέλος της Ένωσης Μεσσηνίων Συγγραφέων.

Ένας επίσκοπος ταξιδεύει με καράβι[…] Στο πλοίο επέβαιναν κι ένα πλήθος προσκυνητές [.. Ανέβηκε και ο Επίσκοπος στο κατάστρωμα και καθώς περπατούσε πάνω κάτω, είδε μερικά άτομα που έστεκαν κοντά στη πλώρη και άκουγαν ένα ψαρά που έδειχνε τη θάλασσα και κάτι τους έλεγε.[…]

“Μην ενοχλείστε από την παρουσία μου” είπε ο επίσκοπος “Ήρθα ν’ ακούσω τι έλεγε τούτος ο καλός άνθρωπος”.

“Ο ψαράς μας έλεγε για τους ερημίτες”, αποκρίθηκε κάποιος […]. Ποιούς ερημίτες; “ρώτησε ο επίσκοπος[..]

“Πες μου γι’ αυτούς. Θα’ θελα να μάθω. Τι έδειχνες;”

“Έδειχνα ένα μικρό νησί που μπορείτε να το δείτε τώρα εκεί πέρα”, απάντησε ο άνδρας […] “Αυτό είναι το νησί όπου ζουν οι ερημίτες, με σκοπό τη λύτρωση των ψυχών τους.”

[…] Όταν έφτασαν σε μικρή απόσταση από το νησί, είδαν τρεις γέροντες, έναν ψηλό με ένα κομμάτι ψαθιού ζωσμένο στη μέση του, έναν νεώτερο μ’ ένα κουρελιασμένο αγροτικό χιτώνιο και έναν πολύ γηραλέο, καμπουριασμένο από τα χρόνια, που φορούσε ένα παλιό ράσο – και οι τρεις να στέκονται πιασμένοι χέρι χέρι.

Οι άνδρες […] σταμάτησαν τη βάρκα χρησιμοποιώντας τον γάντζο, ενώ ο επίσκοπος κατέβαινε στη στεριά. Οι γέροντες υποκλίθηκαν μπροστά του, κι εκείνος τους έδωσε την ευλογία του, κάτι που τους έκανε να υποκλιθούν βαθύτερα. Κατόπιν ο επίσκοπος άρχισε να τους μιλά.

“Άκουσα” , είπε, “ότι εσείς οι θεοσεβείς άνθρωποι, ζείτε εδώ για να σώσετε τις ψυχές σας και προσεύχεστε στον κύριο ημών Ιησού Χριστό, για τον πλησίον σας. Εγώ, ένας ανάξιος υπηρέτης του Χριστού, κλήθηκα, ελέω Θεού, να φυλάξω και να διδάξω το ποίμνιο Του. Θέλησα να δω και σας επίσης, τους δούλους του Θεού, και

να κάνω ότι μπορώ, για να σας μεταφέρω το λόγο Του.”

Οι τρεις γέροντες αλληλοκοιτάχτηκαν χαμογελώντας, αλλά παρέμειναν σιωπηλοί

“Πείτε μου”, είπε ο επίσκοπος, “τι κάνετε για να σώσετε τις ψυχές σας και πως υπηρετείτε τον Θεό, σ’ αυτό το νησί;”

Ο δεύτερος ερημίτης αναστέναξε και κοίταξε τον γηραιότερο, τον πιο μεγάλο απ’

όλους. Ο τελευταίος χαμογέλασε και είπε :

“Δεν ξέρουμε πως να υπηρετήσουμε τον Κυριο. Εμείς απλώς υπηρετούμε και υποστηρίζουμε ο ένας τον άλλον, δούλε του Θεού”.

“Ναι αλλά πως προσεύχεστε στο Θεό;” Ρώτησε ο επίσκοπος.

“Προσευχόμαστε ως εξής”, αποκρίθηκε ο ερημίτης. “Τριάς εσύ, Τριάς εμείς, ελέησον ημάς”[…]. Ο επίσκοπος χαμογέλασε. Φαίνεται πως κάτι ακούσατε για την Αγία Τριάδα”, είπε.” αλλά δεν προσεύχεστε σωστά. […] .

Ακούστε και επαναλάβετε, μετά από μένα :

“Πάτερ ημών” και ο πρώτος Γέροντας είπε μετά απ’ αυτόν, “Πάτερ ημών”, είπε και ο δεύτερος “Πάτερ ημών” και συμπλήρωσε και ο τρίτος “Πάτερ ημών”.

“Ο εν τοις ουρανοίς”, συνέχισε ο Επίσκοπος. Ο πρώτος ερημίτης είπε, “Ο εν τοις ουρανοίς”, αλλά και ο δεύτερος πρόφερε αδέξια τις λέξεις και ο τρίτος δεν μπόρεσε να τις πει σωστά.[…].

Ο επίσκοπος δεν έφυγε παρά, αφού τους έμαθε όλη την Κυριακή Προσευχή, ώστε να μην την επαναλαμβάνουν μόνο, μετά απ’ αυτόν, αλλά να τη λένε μόνοι τους[….]

[…] Μόλις ό επίσκοπος έφτασε στο καράβι και επιβιβάστηκε, βίραραν την άγκυρα και ξεδίπλωσαν τα πανιά […] Ο επίσκοπος δεν ήθελε να κοιμηθεί, αλλά καθόταν μόνος στη πρύμνη.[….] Ευχαρίστησε τον Θεό που τον έστειλε να διδάξει και να βοηθήσει τους τρεις θεοσεβούμενους […] Ξαφνικά είδε κάτι λευκό και λαμπερό πάνω στο φωτεινό μονοπάτι, που χάραζε το φεγγάρι στη θάλασσα […]. Σηκώθηκε και είπε στον τιμονιέρη :

“Κοίταξε εκεί, τι να’ ναι τούτο, φίλε μου; Τι να ‘ναι τούτο;” Επανέλαβε ο Επίσκοπος, Αν και τώρα έβλεπε καθαρά τι ήταν – οι τρεις ερημίτες που έτρεχαν πάνω στο νερό κι άστραφταν πάλλευκοι, τα γκρίζα γένια τους, έλαμπαν και πλησίαζαν το καράβι, θαρρείς κι αυτό δεν κινούνταν καθόλου.

Ο τιμονιέρης κοίταξε και παράτησε τρομαγμένος το τιμόνι.

“Ω, Κύριε των δυνάμεων! Οι ερημίτες τρέχουν ξοπίσω μας πάνω στο νερό, θαρρείς και πατάνε σε στεριά”!

Οι επιβάτες που τον άκουσαν πετάχτηκαν πάνω και στριμώχτηκαν στη πρύμνη. Είδαν τους ερημίτες να καταφθάνουν, πιασμένους χέρι χέρι, και τους δύο ακρινούς να κάνουν νόημα στο πλοίο να σταματήσει.

Και οι τρεις γλιστρούσαν πάνω στο νερό, χωρίς να κουνάνε τα πόδια τους.

Πρώτου μπορέσει το καράβι να σταματήσει, οι ερημίτες το είχαν φτάσει και σηκώνοντας το κεφάλι τους, άρχισαν και οι τρεις να μιλάνε με μια Φωνή.

“Ξεχάσαμε αυτά που μας έμαθες, δούλε του Θεού. Όταν τα επαναλαμβάναμε τα θυμόμασταν, αλλά, μόλις σταματήσαμε να τα λέμε για λίγο, μας ξέφυγε μια λέξη και τώρα τις χάσαμε όλες. Δεν μπορούμε να θυμηθούμε τίποτα, Δίδαξέ μας ξανά”.

Ο επίσκοπος έκανε το σταυρό του και σκύβοντας πάνω από την κουπαστή είπε:” Η δική σας προσευχή είναι που θα φτάσει στον Κύριο, άγιοι άνθρωποι. Εγώ δεν είμαι σε θέση να σας μάθω προσευχές. Προσευχηθείτε εσείς για μας τους αμαρτωλούς.”

Και ο επίσκοπος υποκλίθηκε βαθιά στους τρεις γέροντες κι εκείνοι γύρισαν και επέστρεψαν πίσω, πάνω από τη θάλασσα. Κι ένα φως έλαμπε, μέχρι το χάραμα, στο σημείο όπου είχαν χαθεί.

* Λέων Τολστόι :

Ρώσος συγγραφέας, ένας από τους μεγαλύτερους λογοτέχνες του κόσμου. Είναι γνωστός για τα μυθιστορήματά του “πόλεμος και ειρήνη” και “Άννα Καρένινα”, που συγκαταλέγονται στα σημαντικότερα όλων των εποχών.

Γεννήθηκε στις 9 Σεπτεμβρίου 1828, στη Γιάσναγια Πολιάνα της Ρωσίας από αριστοκρατική οικογένεια. Ορφάνεψε, όμως προτού κλείσει τα δέκα του χρόνια, από πατέρα και από μητέρα. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Καζάν ανατολικές γλώσσες και νομικά, μα δεν πήρε το δίπλωμά του.

Έχοντας μεγάλα χρέη από την χαρτοπαιξία αποφάσισε να καταταγεί στο στρατό. Πήρε μέρος στον Κριμαϊκό πόλεμο (1853 – 1856), όπου γνώρισε την ψυχή του ρώσου στρατιώτη και τη φρίκη του πολέμου.

Στη συνέχεια επιχείρησε δύο ταξίδια και γυρίζοντας στη Ρωσία, (1862) παντρεύτηκε κι έζησε ευτυχισμένος “σαν πατριάρχης”; όπως έγραψε ο ίδιος.

Με την κατά 16 χρόνια μικρότερη σύζυγό του, Σοφία Μπέρς, απέκτησε 13 παιδιά.

Η ζωή του Τολστόι χαρακτηρίστηκε από μεγάλες αντιθέσεις, καθώς τα πρώτα άσωτα χρόνια της αριστοκρατίας, τα διαδέχτηκε η ριζοσπαστική μεταστροφή του, προς την άρνηση του πλούτου, τη φιλανθρωπία και προς ένα ιδιόμορφο ειρηνιστικό και χριστιανικό αναρχισμό, που έτυχε θαυμασμού από προσωπικότητες και επισφραγίστηκε, με αφορισμό, της Ρωσικής Εκκλησίας.

Πηγή : Βιογραφίες – Λογοτεχνία – www.san simera .gr.

Με εκτίμηση

Δημήτριος Μητρόπουλος