ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821 – ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Γράφει : Ο Δημήτριος Μητρόπουλος  Αντ/γος ε.α. Επιτ. Υπαρχηγός. ΕΛ.ΑΣ. Πτυχ. Νομικής και Δημ. Δικαίου και Πολ. Επιστημών Νομικής Σχολής  Αθηνών.  Συγγραφέας, Μέλος της Ένωσης Μεσσηνίων Συγγραφέων.

Το 1821. Το γενικό κλίμα.

Το 1821 ήταν μια ταραγμένη χρόνια για πολλές περιοχές του κόσμου. Οι εθνικές διεκδικήσεις και οι δημοκρατικές ιδέες πίεζαν παντού αναζητώντας νέες ισορροπίες και αξίες για τον κόσμο.

Η επανάσταση των Ελλήνων έγινε στα πλαίσια αυτής της παγκόσμιας αναταραχής, πράγμα που αυτόματα τη μετέβαλε σε τμήμα του παγκόσμιου κινήματος και της εξασφάλισε αυτονόητες συμμαχίες αλλά και εχθρότητες.

Οι επαναστάτες ήταν Χριστιανοί και επρόκειτο να αναμετρηθούν με μια αλλόθρησκη Αυτοκρατορία. Εκτός από τον αγώνα ,για την ανεξαρτησία και τις δημοκρατικές αρχές, o αγώνας των Ελλήνων φαινόταν πάλη Ευρωπαίων, ενάντια σε μια Αυτοκρατορία που δεν ήταν μόνο τυραννική, αλλά και αλλόθρησκη και ανατριχιαστική και πολιτιστικά ολότελα ξένη.

Μοριάς.

Πολλοί παράγοντες συνηγορούσαν στην επιλογή του Μοριά ως κέντρου του επαναστατικού αγώνα των Ελλήνων. Η γεωγραφική μορφολογία της, με σημαντικούς ορεινούς όγκους, Κοιλάδες, περάσματα, πολλαπλασίαζε εκτάσεις και αποστάσεις, δυσκόλευε την επιβολή κεντρικού ελέγχου και στις περισσότερες περιπτώσεις απαγόρευε στους Οθωμανούς, τη χρήση του κυριοτέρου όπλου τους, του Ιππικού.

Το εμπόριο της σταφίδας, η γειτνίαση των Επτανήσων, η παρουσία προξενείων στην Πάτρα, αλλά και η προτίμηση των Ευρωπαίων περιηγητών έκαναν την Πελοπόννησο το πιο “ευρωπαϊκό κομμάτι του οθωμανικού ελληνικού χώρου (εξαιρούμενης φυσικά της Χίου).

Η οθωμανική εξουσία στο Μοριά στηριζόταν σε ένα μίγμα συμβιβασμών, τεχνάσματα, εξαγορών, απειλών και φόβου. Κρατικός μηχανισμός, με τη σημερινή έννοια του όρου δεν υπήρχε, ούτε φυσικά δυνάμεις ασφαλείας. Ο στρατός ήταν το άθροισμα των προσωπικών φρουρών, των μπέηδων και αγάδων και οι Αλβανοί μισθοφόροι, όσους μπορούσε να πληρώσει ο εκάστοτε πασάς.

Στα τέλη του 1820, η Υψηλή Πύλη, διαβλέποντας τους κινδύνους που απειλούσαν τον Μοριά, έστειλε στην περιοχή, έναν από τους πλέον άξιους πασάδες της αυτοκρατορίας. Ο Χουρσίτ πασάς, είχε χρηματίσει μεγάλος βεζίρης (ένα είδος πρωθυπουργού) και είχε αποκτήσει εμπειρίες σε ταραγμένες περιοχές. Ήρθε με τα πλούτη, τα χαρέμια και το στρατό του με μια μεγαλοπρεπή πομπή, που σκόρπισε την απογοήτευση, στους μυημένους στα επαναστατικά σχέδια.

Ο Χουρσίτ, όμως δεν πρόλαβε να εγκατασταθεί στη νέα του πρωτεύουσα την Τριπολιτσά και κλήθηκε να αναλάβει, νέα καθήκοντα.

Στην Ήπειρο ο Αλή Πασάς είχε περάσει στην αντεπίθεση, καθώς ο μεγάλος του εχθρός, ο Πασόμπεης, αποδείχτηκε μικρός αντίπαλος, για το “λιοντάρι της Ηπείρου”.

Ο Χουρσίτ στάλθηκε να διορθώσει τα πράγματα. Ξεκίνησε από το Μοριά παίρνοντας μαζί του, τα καλύτερα στρατεύματα. Η οθωμανική εξουσία στην Τριπολιτσά, έμεινε στα χέρια ενός απλού αγά, του Μεχμέτ Σαλήχ, του οποίου το κύρος και η δύναμη ήταν εντελώς δυσανάλογο, ως προς το έργο που είχε να επιτελέσει.

Οι μυημένοι του Μοριά ανέπνευσαν και οι πλέον δραστήριοι, όπως ο Παπαφλέσσας μπορούσαν να σπρώξουν τα πράγματα, επικαλούμενοι τον κίνδυνο επιστροφής του τρομερού Χουρσίτ.

Οι στρατιωτικές προετοιμασίες και δυνατότητες.

Ο δυστυχής αγάς ανέλαβε να εφαρμόσει το σχέδιο πρόληψης των ταραχών στο Μοριά. Έπρεπε να αφοπλίσει κατά το δυνατό τους χριστιανούς, να συγκεντρώσει στην Τρίπολη τους σημαντικούς χριστιανούς, προκρίτους και αρχιερείς, για να τους επιβλέπει και να οργανώσει τον οθωμανικό στρατό. Τίποτα από αυτά δεν ήταν εύκολο. Η πολιορκία των Ιωαννίνων απορροφούσε όλους τους ανθρώπους και οικονομικούς πόρους του Μοριά, κάνοντας αδύνατη, την όποια σοβαρή προετοιμασία.

Το μόνο σχέδιο που απέμεινε στον αγά ήταν η συγκέντρωση των σημαντικών χριστιανών στην Τριπολιτσά. Η εφαρμογή του κρίθηκε επείγουσα μετά τη συσσώρευση υπόπτων ενδείξεων, όπως η δραστηριοποίηση και η επέκταση των μπαρουτόμυλων των αδελφών Σπηλιωτόπουλων στη Δημητσάνα.

Αχαΐα και Μάνη.

Οι δύο αυτές επαρχίες, στα αντίθετα άκρα της χερσονήσου, ήταν το κλειδί για τις εξελίξεις. Η Πάτρα ήταν το οικονομικό κέντρο του Μοριά. Η εξαγωγή σταφίδας, οι βιοτεχνίες, η σχέση με τα Επτάνησα, η ύπαρξη ξένων προξενείων και εμπορικών οίκων, της έδιναν εξέχουσα σημασία.

Οι πρόκριτοι της Αχαΐας, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, οι Ρούφοι, οι Ζαΐμηδες των Καλαβρύτων, ο Λόντος της Βοστίδος (Αιγίου), ήταν ισχυροί παράγοντες και μυημένοι στα ανατρεπτικά σχέδια της Εταιρείας.

Στην άλλη πλευρά, η δυσπρόσιτη Μάνη παρουσίαζε μια ανάλογη εικόνα. Η διοικητική της εξάρτηση από τον Καπουδάν πασά (το ναύαρχο του οθωμανικού στόλου), της έδινε σημαντική ελευθερία κινήσεως, ως προς τους πασάδες της Τριπολιτσάς.

Η πλέον ισχυρή οικογένεια, ήταν εκείνη των Μαυρομιχαλέων. Αν και δεν ήταν υποχρεωμένοι να στείλουν εκπροσώπους στην Τριπολιτσά, αποφάσισαν προφασιζόμενοι ενδιαφέρον για τα συμβαίνοντα, να στείλουν τον γιο’ του ηγεμόνα Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, Αναστάση Μαυρομιχάλη και έναν συγγενή του.

Η Εξέγερση.

Η ατμόσφαιρα της αμοιβαίας καχυποψίας και εξαπάτησης δεν έμελλε να κρατήσει για πολύ, Πλησίαζε, εξάλλου η ημερομηνία της 25ης Μαρτίου που οι θερμόαιμοι Φιλικοί και πολλοί οπλαρχηγοί είχαν ορίσει ως μέρα του ξεσηκωμού, εξαιτίας του συμβολικά αλληγορικού της χαρακτήρα.

Στις 15 Μαρτίου κάποιοι, αφού απέσπασαν την ευχή του γέρου προύχοντα των Καλαβρύτων Ασημάκη Ζαΐμη, επιτέθηκαν σε φόρο-εισπράκτορα, χωρίς μάλιστα επιτυχία.

Μόλις οι μουσουλμάνοι των Καλαβρύτων, πληροφορήθηκαν το γεγονός, ανήσυχοι από τις έρπουσες φήμες και από την άρνηση των χριστιανών προυχόντων της περιοχής, να μεταβούν στην Τριπολιτσά, έσπευσαν πανικόβλητοι να κλειστούν σε οχυρούς Πύργους. Χωρίς εφόδια αναγκάστηκαν να παραδοθούν λίγες μέρες μετά. Η αρχική αυτή φυγή των μουσουλμάνων έθεσε σε κίνηση έναν άλλο μηχανισμό. Χριστιανοί (γείτονες χωρικοί, από τα γύρω χωριά, αλλά και ναύτες των ιονίων πλοίων στην Πάτρα, ρίχτηκαν στη λεηλασία των εγκαταλελειμμένων μουσουλμανικών περιουσιών). Μεμονωμένες τουρκικές οικογένειες σφάχτηκαν και η γενικευμένη αναρχία που προκλήθηκε, έσπρωξε τις εξελίξεις, με ορμή προς τα εμπρός.

Στις 22 Μαρτίου οι πρόκριτοι της Αχαΐας είδαν, ότι η κατάσταση ξέφυγε από κάθε έλεγχο και αποφάσισαν να επέμβουν. Στη Πάτρα έφθασαν επικεφαλής των ενόπλων τους οι Παπαδιαμαντόπουλοι, ο Λόντος, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, Ζαΐμης, Ρούφος, και άλλοι μικρότεροι προεστοί και ιερωμένοι. Οι πρόξενοι των δυνάμεων κατέφυγαν στα πλοία τους και η εξέγερση πήρε απροκάλυπτο χαρακτήρα.

Σηκώθηκαν σημαίες (κόκκινες όπως των Οθωμανών με το σταυρό στη θέση του μισοφέγγαρου), έγιναν δοξολογίες και εκδόθηκε επαναστατική Διακήρυξη.

Οι ειδήσεις για τα συμβαίνοντα στην Αχαΐα έφτασαν γρήγορα στη Μάνη. Οι οποίοι δισταγμοί ξεπεράστηκαν και στις 23 Μαρτίου ένοπλοι Μανιάτες, με τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη επικεφαλής κατέλαβαν την πόλη της Καλαμάτας.

Οι αιφνιδιασθέντες Οθωμανοί παραδόθηκαν, έγινε δοξολογία και εκδόθηκε επαναστατική Διακήρυξη. Η τελευταία απευθυνόταν στις αυλές των μοναρχών της Ευρώπης. Ο Μαυρομιχάλης προσδιοριζόταν ως αρχιστράτηγος των σπαρτιατικών στρατευμάτων.

Το ξεκίνημα της Επανάστασης έγινε με τους τρόπους που περιγράψαμε κλιμακωτά, και στις 25 Μαρτίου στα δύο κέντρα της εξέγερσης, στην Αχαΐα και τη Μάνη, τα γεγονότα είχαν ήδη πάρει το δρόμο τους.

Στη σημαδιακή αυτή μέρα ανήγγειλε ο Θεός την απόφαση του, για απελευθέρωση των Ελλήνων, ακριβώς όπως τον καιρό της Παρθένου Μαρίας, είχε προαναγγείλει τη γέννηση του Ιησού και τη σωτηρία του κόσμου.

Έτσι η Επανάσταση στηρίχτηκε, από την πρώτη κιόλας στιγμή σε δύο νομιμοποιητικούς άξονες : στην κληρονομιά των αρχαίων’ Ελλήνων, που η Ευρώπη τόσο θαύμαζε, και στην εντολή της Θείας Πρόνοιας, στην οποία ο απλός κόσμος τόσο βαθιά πίστευε.

Πηγή : Ελλήνων ιστορικά. Επιμέλεια έκδοσης – Αρτέμης Ψαρομήλιγκος – Βασιλική Λάζου.

Με εκτίμηση

Δημήτρης Μητρόπουλος